Home -- Greek -- Perform a PLAY -- 040 (The small sailboat)
40. Η μικρή βαρκούλα
Επιτέλους, είχαν φτάσει οι διακοπές! Ο Kώστας τις περίμενε πώς και πώς! Ήθελε να κοιμάται μέχρι αργά και να έχει πολλή ώρα για τα χόμπι του.
Για μέρες έφτιαχνε μία ξύλινη μικρή βαρκούλα. Το έκανε με πολλή αγάπη κι ενθουσιασμό. Ο μπαμπάς του τον είχε αφήσει να μπαίνει και στο εργαστήρι του. Το τελευταίο που έκανε όταν τελείωσε τη βαρκούλα του, ήταν να τη βάψει με κόκκινη και μπλε μπογιά και μετά της έβαλε ένα άσπρο πανί για να μπορεί να την μετακινήσει ο αέρας. Όταν τελείωσε κι αυτό, πήρε την βαρκούλα του με περηφάνεια και την πήγε στην ακτή και την άφησε να κυλήσει στο νερό. Δεν είχε προσέξει όμως, τη συμμορία των αγοριών που τον παρακολουθούσαν από μακριά και σιγά σιγά τον πλησίασαν.
Αγόρι: «Έφτιαξες αυτήν τη βάρκα μόνος σου; Θα την πάρουμε και θα την ρίξουμε στη θάλασσα».
Πριν ο Κώστας να προλάβει να πει τίποτε, τον έριξαν κάτω στο χώμα. Μέχρι να σηκωθεί, η παρέα των αγοριών είχε εξαφανιστεί και μαζί τους είχε εξαφανιστεί και η βαρκούλα του.
Έτοιμος να κλάψει, άρχισε να σέρνει τα βήματά του προς το σπίτι του.
Πατέρας: «Θα σου αγοράσω μια καινούργια βαρκούλα».
Κώστας: «Αλλά μπαμπά, εγώ θέλω αυτήν που έφτιαξα μόνος μου».
Είχαν περάσει μερικές εβδομάδες, όταν μια μέρα, ο Κώστας είδε μια βαρκούλα σε μια βιτρίνα ενός μαγαζιού.
Κώστας: «Μπαμπά, για δες, αυτή είναι η βάρκα μου!»
Πατέρας: «Είσαι σίγουρος, αγόρι μου;»
Κώστας: «Ναι, είμαι σίγουρος. Εγώ την έβαψα έτσι, εγώ έβαλα αυτό το πανί!»
Ο Κώστας έτρεξε στο μαγαζί και είπε στην πωλήτρια:
Κώστας: «Αυτή η βάρκα ανήκει σε μένα, γιατί την βάλατε στην βιτρίνα σας να πουληθεί;»
Ο πατέρας του Κώστα εξήγησε στην πωλήτρια ακριβώς το τι είχε γίνει κι εκείνη είπε:
Πωλήτρια: «Πραγματικά, αγόρασα αυτήν την βάρκα από μια παρέα αγοριών. Λοιπόν, θα κάνω μια συμφωνία μαζί σας: Θα σας την πουλήσω στα ίδια χρήματα που την αγόρασα».
Ο πατέρας του Κώστα συμφώνησε και πλήρωσε αυτά τα χρήματα, αγοράζοντας έτσι την βάρκα που είχε φτιάξει ο Κώστας πριν λίγο καιρό.
Καθώς ο Κώστας πήγαινε σπίτι του, κρατώντας την βάρκα του στα χέρια, είπε:
Κώστας: «Μικρή μου βαρκούλα, τώρα μου ανήκεις διπλά. Την πρώτη φορά σε έφτιαξα και τώρα σε αγόρασα».
Πατέρας: «Εσύ ανήκεις διπλά στον Θεό;»
Κώστας: «Γιατί διπλά;»
Πατέρας: «Στην αρχή ο Θεός έφτιαξε τον άνθρωπο, αλλά μετά ο άνθρωπος αμάρτησε κι αρνήθηκε τον Θεό. Όταν ο Χριστός πέθανε στον σταυρό, πλήρωσε με τη ζωή Του για να αγοράσει αυτό που ανήκε από την αρχή στον Θεό».
Κώστας: «Και πώς μπορώ να σιγουρευτώ ότι θα ανήκω διπλά στον Θεό;»
Πατέρας: «Ζήτα από τον Χριστό να συγχωρήσει τις αμαρτίες σου, ζήτα Του να έρθει στη ζωή σου και να σε κάνει παιδί του Θεού. Τότε θα Του ανήκεις διπλά».
Άνθρωποι: Αφηγητής, αγόρι, Κώστας, πατέρας, πωλήτρια
© Copyright: CEF Germany